- ευπάραος
- εὐπάραος, -ον (Α)δωρ. τ., βλ. εὐπάρειος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπάραον — εὐπάρᾱον , εὐπάραος masc/fem acc sg (doric) εὐπάρᾱον , εὐπάραος neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπάρειος — εὐπάρειος, ον (ΑΜ) και δωρ. τ. εὐπάραος, ον αυτός που έχει ωραίες παρειές, ο καλλιπάρειος («εὐπαράου... Μεδοίσας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρειος (< παρειά), πρβλ. λευκο πάρειος, μηλο πάρειος] … Dictionary of Greek
εὐπαράου — εὐπαρά̱ου , εὐπάραος masc/fem/neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)